- πότωπον
- πότωπον, [dialect] Dor. for πρόσωπον, Eust.684.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πότωπον — τὸ, Α (δωρ. τ.) το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ «προς» (βλ. ποτί) + ωπον (πρβλ. μέτ ωπον, πρόσ ωπον)] … Dictionary of Greek